- ἐπιλελογισμένως
- ἐπιλελογισμένωςwith considerationindeclform (adverb)ἐπιλογίζομαιreckon overperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλελογισμένως — ἐπιλελογισμένως (Α) επίρρ. με λογισμό, με περίσκεψη … Dictionary of Greek